ἀγοραῖον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀγοραῖον | τὰ | ἀγοραῖα | ||||
γενική | τοῦ | ἀγοραίου | τῶν | ἀγοραίων | ||||
δοτική | τῷ | ἀγοραίῳ | τοῖς | ἀγοραίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀγοραῖον | τὰ | ἀγοραῖα | ||||
κλητική ὦ! | ἀγοραῖον | ἀγοραῖα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγοραῖον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το αγοραίο αυτοκίνητο που μισθώνεται από έναν πελάτη για να τον μεταφέρει και το τίμημα καθορίζεται με συμφωνία ανάμεσα στον επιβάτη και τον οδηγό