ἀγραυλῶν
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]ἀγραυλῶν, -οῦσα, -οῦν (ελληνιστική κοινή)
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀγραυλῶ, : που διαμένει στους αγρούς
- ⮡ ασυναίρετη μορφή ρήματος: ἀγραυλέω
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Λουκᾶν, 2.8
- Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν. (Ευαγγέλιο Κατὰ Λουκᾶν, β', 8)
- ※ (και στην καθαρεύουσα) Ὁ πυρσός ἐκεῖνος ἐφάνη πρός αὐτούς ὡς θεῖον πράγματι θαῦμα, ὡς νά ἐθερμαίνοντο περί αὐτόν ἀγραυλοῦντες οἱ ποιμένες ἐκεῖνοι, οἱ ἀκούσαντες τό Δόξα ἐν ὑψίστοις. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
Κλίση
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ελληνιστική κοινή
- Μετοχές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από την Καινή Διαθήκη (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'ποιῶν' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'ποιῶν' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις περισπώμενες (ελληνιστική κοινή)
- Μετοχές περισπώμενες (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)