ἀγρευτήρ
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ἀγρευτηρ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | ἀγρευτήρ | οἱ | ἀγρευτῆρες | ||||
γενική | τοῦ | ἀγρευτῆρος | τῶν | ἀγρευτήρων | ||||
δοτική | τῷ | ἀγρευτῆρῐ | τοῖς | ἀγρευτῆρσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀγρευτῆρᾰ | τοὺς | ἀγρευτῆρᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἀγρευτήρ | ἀγρευτῆρες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγρευτῆρε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγρευτήροιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀγρευτήρ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀγρεύ(ω) + -τήρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀγρευτήρ αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή), (επάγγελμα) άλλη μορφή του ἀγρευτής
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀγρευτήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κλητήρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κλητήρ' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -τήρ (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)