ἀγρευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀγρευτής | οἱ | ἀγρευταί |
γενική | τοῦ | ἀγρευτοῦ | τῶν | ἀγρευτῶν |
δοτική | τῷ | ἀγρευτῇ | τοῖς | ἀγρευταῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀγρευτήν | τοὺς | ἀγρευτᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἀγρευτᾰ́ | ἀγρευταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγρευτᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγρευταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀγρευτής < ἀγρεύ(ω) + -τής < ἄγρα. Διαφορετικό το ἀγρός (και ἄγριος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγρευτής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο κυνηγός, αγρευτής
- (προσωνυμία) επίθετο του Απόλλωνα ως θεού και του κυνηγιού
- ※ καὶ τὸν ἀγρευτὰν Ἀπόλλω καὶ κασιγνήταν πυκνοστίκτων ὀπαδὸν ὠκυπόδων ἐλάφων (Σοφοκλής)
- και ως επίθετο, εκείνος που βοηθά στην παγίδευση του θηράματος
- ↪ ἐπ᾽ ἀγρευταῖς χευάμενος καλάμοις (δικτυωτό πλέγμα από καλάμια)
- ↪ κύνες ἀγρευταί (τα κυνηγόσκυλα, τα κυνηγετικά σκυλιά)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ἄγρα
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀγρευτής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγρευτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Προσωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)