ἀγροικία
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀγροικίᾱ | αἱ | ἀγροικίαι |
| γενική | τῆς | ἀγροικίᾱς | τῶν | ἀγροικιῶν |
| δοτική | τῇ | ἀγροικίᾳ | ταῖς | ἀγροικίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἀγροικίᾱν | τὰς | ἀγροικίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀγροικίᾱ | ἀγροικίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγροικίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγροικίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀγροικία < ἄγροικος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀγροικία
- ο αγροτικός τρόπος ζωής, ο χωριάτικος, ο σκληρός και σχετικά άξεστος
- ἀλλ᾽ εἰς τὰ τοιαῦτα ἄγειν πολλὴ ἀγροικία ἐστὶν τοὺς λόγους
- στον πληθυντικό, ἀγροικίαι : τα αγροτόσπιτα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση της ομάδας 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)