ἀγρώστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀγρώστης < ἀγρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγρώστης αρσενικό (θηλυκό ἀγρῶστις )
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- διάφορο της λέξης ἄγρωστις-ώστιδος,που σήμαινε το φυτό αγριάδα (Cynodon dactylon, Κυνόδους ο δάκτυλος)