ἀγωγιάτης
Εμφάνιση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀγωγιάτης αρσενικό
- αυτός που νοικιάζει ζώο πληρώνοντας ενοίκιο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀγωγιάζω
- μισθαγώγημαν
- μισθαγωγός
- → και δείτε τη λέξη ἀγώγι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ.77, Τόμος Α΄ Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.