Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀγωνίζομαι

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αγωνίζομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγωνίζομαι < ἀγών + -ίζομαι

ἀγωνίζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. παίρνω μέρος σε αγώνα
  2. προσπαθώ να..., κοπιάζω να... (συνήθως όταν συντάσσεται με απαρέμφατο)
  3. πολεμώ
  4. (νομικός όρος) υπερασπίζομαι κάποιον σε δίκη (συνώνυμο για πολιτική αγωγή:
    παράδειγμα  εἰς ἀγῶνα καθίστημί τινα και κατασκευάζω ἀγῶνα τινί: ενάγω, μηνύω, κατηγορώ)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]