ἀγών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἀγών | ἀγῶνε | ἀγῶνες |
Γενική | ἀγῶνος | ἀγώνοιν | ἀγώνων |
Δοτική | ἀγῶνι | ἀγώνοιν | ἀγῶσι(ν) |
Αιτιατική | ἀγῶνα | ἀγῶνε | ἀγῶνας |
Κλητική | ἀγών | ἀγῶνε | ἀγῶνες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγών αρσενικό
- συγκέντρωση, συνέλευση
- συγκέντρωση για την παρακολούθηση αθλητικών αγώνων
- ο τόπος όπου γίνεται ένας αθλητικός αγώνας
- αθλητικός αγώνας για την απόκτηση ενός βραβείου
- δικαστικός αγώνας
- οποιοσδήποτε αγώνας, μάχη, διαγωνισμός
Πηγές[επεξεργασία]
- «ἀγών» - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- «ἀγών» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἀγών» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.