ἀδείμαντος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἀδείμαντος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀδείμαντος τὸ ἀδείμαντον
      γενική τοῦ/τῆς ἀδειμάντου τοῦ ἀδειμάντου
      δοτική τῷ/τῇ ἀδειμάντ τῷ ἀδειμάντ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀδείμαντον τὸ ἀδείμαντον
     κλητική ! ἀδείμαντε ἀδείμαντον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀδείμαντοι τὰ ἀδείμαντ
      γενική τῶν ἀδειμάντων τῶν ἀδειμάντων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀδειμάντοις τοῖς ἀδειμάντοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀδειμάντους τὰ ἀδείμαντ
     κλητική ! ἀδείμαντοι ἀδείμαντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀδειμάντω τὼ ἀδειμάντω
      γεν-δοτ τοῖν ἀδειμάντοιν τοῖν ἀδειμάντοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀδείμαντος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀδείμαντος, -ος, -ον

  1. ατρόμητος
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαρος, Ισθμιόνικοι, ΗΡΟΔΟΤῼ ΘΗΒΑΙῼ ΑΡΜΑΤΙ, 1.13-1.14 @scaife.perseus
    ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν | παῖδα,
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαρος, Νεμεόνικοι, ΘΕΑΙῼ ΑΡΓΕΙῼ ΠΑΛΑΙΣΤῌ, 10.18 @scaife.perseus
    σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος
    κομίζοντας το ατρόμιτο σπέρμα του Ηρακλή
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
  2. αυτός που δεν προξενεί φόβο, εκεί όπου δεν υπάρχει φόβος

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]