ἀδελφή
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ᾰδελφ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | ἀδελφή | αἱ | ἀδελφαί | |
| γενική | τῆς | ἀδελφῆς | τῶν | ἀδελφῶν | |
| δοτική | τῇ | ἀδελφῇ | ταῖς | ἀδελφαῖς | |
| αιτιατική | τὴν | ἀδελφήν | τὰς | ἀδελφᾱ́ς | |
| κλητική ὦ! | ἀδελφή | ἀδελφαί | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδελφᾱ́ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀδελφαῖν | |||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ðelˈɸi/ (4ος μ.Χ. αιώνας Κοινή)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ἀ‐δελ‐φή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀδελφή, -ῆς θηλυκό (αρσενικό ἀδελφός)
- (οικογένεια) αδελφή, αδερφή
- (ελληνιστική κοινή) αδελφή (θηλυκό μέλος χριστιανικής κοινότητας)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Απόγονοι
[επεξεργασία]ἀδελφή (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἀδελφή, ἀδερφή
- ↴ καθαρεύουσα: ἀδελφή
- ⇒ νέα ελληνικά: αδελφή, αδερφή
- ↴ καθαρεύουσα: ἀδελφή
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ἀδελφή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀδελφή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἀ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Οικογένεια (αρχαία ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (ελληνιστική κοινή)
- Χριστιανισμός (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)