Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀδελφή

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αδελφή

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰδελφ-
ονομαστική ἀδελφή αἱ ἀδελφαί
      γενική τῆς ἀδελφῆς τῶν ἀδελφῶν
      δοτική τῇ ἀδελφ ταῖς ἀδελφαῖς
    αιτιατική τὴν ἀδελφήν τὰς ἀδελφᾱ́ς
     κλητική ! ἀδελφή ἀδελφαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀδελφᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀδελφαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀδελφή < θηλυκό του ἀδελφός[1][2]. Αντικατέστησε τον απόγονο του ΠΙΕ *swésōr (αδερφή), που μαρτυρείται μόνον στην γλώσσα του Ησυχίου ἔορ, ἔορες. Παρομοίως το ἀδελφός αντικατέστησε το φράτηρ (< *bʰréh₂tēr (αδερφός)) . Μορφολογικά αναλύεται σε ἀ- + δελφ(ύς) + .

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.del.pʰɛ̌ː/ (5ος π.Χ. αιώνας Αττική)
ΔΦΑ : /a.ðelˈɸi/ (4ος μ.Χ. αιώνας Κοινή)
τυπογραφικός συλλαβισμός: δελφή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀδελφή, -ῆς θηλυκό (αρσενικό ἀδελφός)

  1. (οικογένεια) αδελφή, αδερφή
     συνώνυμα: κασιγνήτη, κάσις
     αντώνυμα: ἀδελφός
  2. (ελληνιστική κοινή) αδελφή (θηλυκό μέλος χριστιανικής κοινότητας)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ἀδελφή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.