ἀδελφοκτόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- ἀδελφοκτόνος, -ος, -ον
- αυτός που δεν έχει σκοτώσει αδελφό ή αδελφή του
Δείτε επίσης : αδελφοκτόνος |