ἀδηφαγέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀδηφαγέω - ἀδηφαγῶ (συνηρημένο)
- είμαι αδηφάγος, τρώω υπερβολικά (δόκιμος μόνον ο ενεστώτας)
ἀδηφαγέω - ἀδηφαγῶ (συνηρημένο)