ἀδιάπαυστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αδιάπαυστος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀδιάπαυστος τὸ ἀδιάπαυστον οἱ, αἱ ἀδιάπαυστοι τὰ ἀδιάπαυστα
Γενική τοῦ, τῆς ἀδιαπαύστου τοῦ ἀδιαπαύστου τῶν ἀδιαπαύστων τῶν ἀδιαπαύστων
Δοτική τῷ, τῇ ἀδιαπαύστῳ τῷ ἀδιαπαύστῳ τοῖς, ταῖς ἀδιαπαύστοις τοῖς ἀδιαπαύστοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀδιάπαυστον τὸ ἀδιάπαυστον τοὺς, τὰς ἀδιαπαύστους τὰ ἀδιάπαυστα
Κλητική ἀδιάπαυστε ἀδιάπαυστον ἀδιάπαυστοι ἀδιάπαυστα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀδιαπαύστω
Γενική-Δοτική ἀδιαπαύστοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀδιάπαυστος < ἀ- + διά + παύω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀδιάπαυστος, -ος, -ον

  1. αδιάπαυστος
  2. ορμητικός