ἀδιερευνήτως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀδιερευνήτως < ελληνιστική κοινή ἀδιερεύνητ(ος) + -ως
Επίρρημα[επεξεργασία]
ἀδιερευνήτως θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)