ἀδικέει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἀδικέει

  • γ' ενικό πρόσωπο οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀδικέω
  • β' ενικό πρόσωπο οριστικής μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος ἀδικέω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]