ἀδιοράτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀδιοράτως (μαρτυρείται από το 1898) [1] < ελληνιστική κοινή ἀδιόρατ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἀδιοράτως

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 14, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου