ἀερομετρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀερομετρέω < ἀήρ + μετρέω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀερομετρέω - ἀερομετρῶ (συνηρημένο), (μόνο στον ενεστώτα)

  • ασχολούμαι με το να μετράω κάτι αμέτρητο, ασχολούμαι με ματαιότητες, βλακώδεις ή ανούσιες επί του προκειμένου προβλήματος θεωρίες


Συγγενικά[επεξεργασία]