ἀκήρατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ακήρατος, ἀγήρατος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀκήρατος τὸ ἀκήρατον οἱ, αἱ ἀκήρατοι τὰ ἀκήρατα
Γενική τοῦ, τῆς ἀκηράτου τοῦ ἀκηράτου τῶν ἀκηράτων τῶν ἀκηράτων
Δοτική τῷ, τῇ ἀκηράτῳ τῷ ἀκηράτῳ τοῖς, ταῖς ἀκηράτοις τοῖς ἀκηράτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀκήρατον τὸ ἀκήρατον τοὺς, τὰς ἀκηράτους τὰ ἀκήρατα
Κλητική ἀκήρατε ἀκήρατον ἀκήρατοι ἀκήρατα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀκηράτω
Γενική-Δοτική ἀκηράτοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. ἀκήρατος < ἀ- + κηραίνω
  2. ἀκήρατος < ἀ- + κεράννυμι

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀκήρατος, -ος, -ον

    1. αμόλυντος, αγνός
    2. άθικτος
    3. απλήγωτος, αβλαβής
    4. ακέραιος, ολόκληρος
  1. αμιγής

Άλλες μορφές[επεξεργασία]