ἀκίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀκίς | αἱ | ἀκίδες |
γενική | τῆς | ἀκίδος | τῶν | ἀκίδων |
δοτική | τῇ | ἀκίδῐ | ταῖς | ἀκίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἀκίδᾰ | τὰς | ἀκίδᾰς |
κλητική ὦ! | ἀκίς* | ἀκίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ἀκίς, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eḱ- (αιχμηρός, οξύς) [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀκίς, -ίδος θηλυκό
- η αιχμή, η μύτη κάθε αιχμηρού αντικειμένου
- (συνεκδοχικά) ακίδα, κάθε τι μυτερό (όπως βέλος, άκρη βέλους)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πόθων ἀκίδες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ακίδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀκίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eḱ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)