ἀκανθοφαγέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀκανθοφαγέω < ἄκανθα + ἔφαγον

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀκανθοφαγέω - ἀκανθοφαγῶ (συνηρημένο)

  1. καταναλώνω ως τροφή το φυτό άκανθα ή γενικά φυτά που έχουν αγκάθια, όπως κάνουν π.χ. τα πτηνά θραυπίς και ακανθίς

Συγγενικά[επεξεργασία]

  1. ἀκανθοφάγος