ἀκανθοφαγέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀκανθοφαγέω - ἀκανθοφαγῶ (συνηρημένο)
- καταναλώνω ως τροφή το φυτό άκανθα ή γενικά φυτά που έχουν αγκάθια, όπως κάνουν π.χ. τα πτηνά θραυπίς και ακανθίς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀκανθοφάγος