ἀκεστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἄκεστος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀκεστός ἀκεστή τὸ ἀκεστόν
      γενική τοῦ ἀκεστοῦ τῆς ἀκεστῆς τοῦ ἀκεστοῦ
      δοτική τῷ ἀκεστ τῇ ἀκεστ τῷ ἀκεστ
    αιτιατική τὸν ἀκεστόν τὴν ἀκεστήν τὸ ἀκεστόν
     κλητική ! ἀκεστέ ἀκεστή ἀκεστόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀκεστοί αἱ ἀκεσταί τὰ ἀκεστᾰ́
      γενική τῶν ἀκεστῶν τῶν ἀκεστῶν τῶν ἀκεστῶν
      δοτική τοῖς ἀκεστοῖς ταῖς ἀκεσταῖς τοῖς ἀκεστοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀκεστούς τὰς ἀκεστᾱ́ς τὰ ἀκεστᾰ́
     κλητική ! ἀκεστοί ἀκεσταί ἀκεστᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀκεστώ τὼ ἀκεστᾱ́ τὼ ἀκεστώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀκεστοῖν τοῖν ἀκεσταῖν τοῖν ἀκεστοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀκεστός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀκεστός, -ή, -όν

  1. ιάσιμος, θεραπεύσιμος, που επιδέχεται θεραπεία
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 115 (στίχοι 115-117)
    ἀλλ᾽ ἀκεώμεθα θᾶσσον· ἀκεσταί τοι φρένες ἐσθλῶν. | ὑμεῖς δ᾽ οὐκέτι καλὰ μεθίετε θούριδος ἀλκῆς | πάντες ἄριστοι ἐόντες ἀνὰ στρατόν.
    Είν᾽ ώρα να διορθώνομεν εμείς τα σφάλματά μας, | και δέχονται διόρθωσιν τα στήθη ανδρών γενναίων | σας κάμνει πλέον όνειδος ν᾽ αφήνετε την μάχην | εσείς οι πρώτοι του στρατού·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἄρθρων, (De articulis), 58, p.252 @scaife.perseus
    Δεῖ μὲν γὰρ ἐς τὰ ἀκεστὰ μηχανάασθαι, ὅκως μὴ ἀνήκεστα ἔσται, ξυνιέντα ὅκη ἂν μάλιστα κωλυτέα ἐς τὸ ἀνήκεστον ἐλθεῖν·
    ※  5ος/4oς πκε αιώνας Γοργίας, Ὑπὲρ Παλαμήδους ἀπολογία, 34
    ἅπαντα γὰρ τοῖς ἀγαθοῖς ἀνδράσι μεγάλης εὐλαβείας ἁμαρτάνειν, τὰ δὲ ἀνήκεστα τῶν ἀκεστῶν ἔτι μᾶλλον· ταῦτα γὰρ προνοήσασι μὲν δυνατά, μετανοήσασι δὲ ἀνίατα.
    Γιατί οι αγαθοί άντρες δίνουν μεγάλη προσοχή μήπως σφάλουν, και περισσότερο σε ζητήματα όπου μπορεί να προκύψει ανεπανόρθωτη βλάβη, παρά όταν η βλάβη επανορθώνεται· επειδή αυτά μπορούν να γίνουν σωστά με την προνοητικότητα, δεν επανορθώνονται όμως με τη μετάνοια.
    Μετάφραση (1991): Παύλος Καλλιγάς @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι/Ἀγησίλαος, 28.2, p.p. 78 @scaife.perseus
    τὰ μὲν ἀκεστὰ τῆς εἰρήνης, τὰ δὲ ἀνήκεστα τοῦ πολέμου ποιοῦντας.
  2. (μεταφορικά) αυτός που αναγεννάται, ξαναζωντανεύει εύκολα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]