ἀκινάκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λέξη περσικής καταγωγής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀκινάκης αρσενικό
- κοντό ίσιο ξίφος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- νὴ τὸν ἀκινάκην: όρκος των Σκυθών
Αναφορές[επεξεργασία]
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 47