ἀκοίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀκοίτης < ἀ- αθροιστικό + κοίτη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀκοίτης αρσενικό, ἄκοιτις θηλυκό