ἀκολασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ακολασία

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀκολασία < ἀ- στερητικό + κολάζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀκολασία θηλυκό

  1. η ατιμωρησία
  2. η έλλειψη σωφροσύνης
  3. η ακολασία