ἀκοντίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀκοντίζω < υποκοριστικό του ἄκων (γενική: ἄκοντος) + -ίζω< ἀκή

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀκοντίζω (μεταγενέστερο: ἀκκιοῦμαι)

  1. ρίχνω ακόντιο
  2. εκσφενδονίζω, πετώ κάτι