ἀκρίβεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀκρίβεια θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀκρίβεια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀκρίβεια θηλυκό

  1. η ορθή, η σωστή εκτέλεση πράξεων, η ακρίβεια
  2. φειδωλία, το να ενεργεί κάποιος με μέτρο και περίσκεψη