ἀκριβάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀκριβάζω < ἀκριβόω
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀκριβάζω
- μεταγενέστερος τύπος του ἀκριβόω. Χρησιμοποιείτο με την έννοια του υπερηφανεύομαι για κάτι, καμαρώνω, πιθανόν και είμαι αλαζών