ἀκροβολίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀκροβολίζομαι < ἀκροβόλος
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀκροβολίζομαι
- βάλλω από μακριά, σε αντίθεση προς το μάχομαι σώμα με σώμα ή από κοντά
- (μεταφορικά) πετάω κουβέντες κάτι με ένταση, αψιμαχώ
- οὕτω μὲν οἱ περὶ Σαλαμῖνα ἔπεσι ἀκροβολισάμενοι, ἐπείτε Εὐρυβιάδῃ ἔδοξε, αὐτοῦ παρεσκευάζοντο ὡς ναυμαχήσοντες. : και μετά από αυτές τις αψιμαχίες, ο Ευριβιάδης όπως αποφάσισε, ετοιμάστηκε για ναυμαχία εκεί που βρισκόταν (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 8ο, 64)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀκροβόλος (τοξότης, ακοντιστής)
- ἀκρόβολος (που δέχεται χτύπημα από μακριά]]
- ἀκροβόλισις
- ἀκροβολισμός