ἀκροβολιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀκροβολιστής | οἱ | ἀκροβολισταί |
γενική | τοῦ | ἀκροβολιστοῦ | τῶν | ἀκροβολιστῶν |
δοτική | τῷ | ἀκροβολιστῇ | τοῖς | ἀκροβολισταῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀκροβολιστήν | τοὺς | ἀκροβολιστᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἀκροβολιστᾰ́ | ἀκροβολισταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκροβολιστᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκροβολισταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀκροβολιστής αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) που ρίχνει από μακριά
- (στρατιωτικός όρος) που μάχεται από μακριά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)