ἀκτή
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀκτή θηλυκό
- η ακροθαλασσιά, το σημείο όπου σκάει, θραύεται το κύμα, το ακρωτήριο, η χερσόνησος, η παραλία
- Ἀκτή και Ἀκταία: αρχαία ονομασία της Ἀττικής
- το αλεσμένο σιτάρι, το αλεύρι, το ψωμί