ἀλέθω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀλέθω < μεσαιωνική ελληνική ἀλέθω
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀλέθω
- πολυτονική γραφή του αλέθω
- Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες / καὶ γίνουνται ἄστρα (Γιώργος Σεφέρης, Θερινό Ηλιοστάσι)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀλέθω < (ελληνιστική κοινή) ἀλήθω < από τον αόριστο ἤλεσα (και την προσθήκη του θήτα στο θέμα) του αρχαιοελληνικού ἀλέω-ἀλῶ (αλέθω, τρίβω)
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀλέθω