ἀλγεινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αλγεινός

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀλγεινός ἀλγεινή τὸ ἀλγεινόν
      γενική τοῦ ἀλγεινοῦ τῆς ἀλγεινῆς τοῦ ἀλγεινοῦ
      δοτική τῷ ἀλγειν τῇ ἀλγειν τῷ ἀλγειν
    αιτιατική τὸν ἀλγεινόν τὴν ἀλγεινήν τὸ ἀλγεινόν
     κλητική ! ἀλγεινέ ἀλγεινή ἀλγεινόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀλγεινοί αἱ ἀλγειναί τὰ ἀλγεινᾰ́
      γενική τῶν ἀλγεινῶν τῶν ἀλγεινῶν τῶν ἀλγεινῶν
      δοτική τοῖς ἀλγεινοῖς ταῖς ἀλγειναῖς τοῖς ἀλγεινοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀλγεινούς τὰς ἀλγεινᾱ́ς τὰ ἀλγεινᾰ́
     κλητική ! ἀλγεινοί ἀλγειναί ἀλγεινᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀλγεινώ τὼ ἀλγεινᾱ́ τὼ ἀλγεινώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀλγεινοῖν τοῖν ἀλγειναῖν τοῖν ἀλγεινοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀλγεινός < ἄλγος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀλγεινός,ή,όν και ἀλεγεινός (ποιητική μορφή)

  1. ο αλγεινός, ο οδυνηρός, που προκαλεί πόνο
    Σωκράτης: ἆρ᾽ οὖν ἀλγεινότερόν ἐστιν τοῦ πένεσθαι καὶ κάμνειν, τὸ ἄδικον εἶναι καὶ ἀκόλαστον καὶ δειλὸν καὶ ἀμαθῆ; : Ώστε νομίζεις ότι είναι πιο οδυνηρό από το να είσαι πάμφτωχος και άρρωστος, το να εισαι άδικος, ακολαστος, δειλός και αμαθής; (Γοργίας)
  2. (σπανίως με παθητική έννοια) εκείνος που νιώθει πόνο, οδύνη
    ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετ᾽, ἀλλ᾽ εἴ τις βροτῶν θαυμαστός : Ο άνδρας πέθανε χωρίς να δώσει λόγο να τον κλάψουν ούτε πονώντας από αρρώστιες, αλλά πιο θαυμαστός από όλους τους θνητούς. (Σοφοκλής, Οιδίπους επί Κ. 1665)

Συγγενικά[επεξεργασία]