ἀλινδέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀλινδέω < ρίζα κοινή με το ἐλίσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀλινδέω και ἀλινδῶ (συνηρημένο), (το ἀλίνδομαι μεταγενέστερος τύπος)
- κυλιέμαι στο χώμα, (για τα άλογα, που κυλιούνται κάτω αλλά και για ανθρώπους), ανατρέπομαι
- καὶ γενομένων ἄνω τῶν κάτω, πάλιν ὁ ἵππος τρέχων ἀλλ᾽ ἀλινδούμενος ἐφαίνετο. : και όταν η εικόνα αναστράφηκε, το άλογο δεν φαινόταν πια να καλπάζει, αλλά να κυλιέται στο χώμα
- (μεταφορικά) κυλιέμαι ανυπόληπτα, έρπω, σέρνομαι, τριγυρίζω εκεί που δεν πρέπει, περιπλανιέμαι άσκοπα
- ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς
- ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν᾽ ἀλινδόμενος