ἀλινδέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀλινδέω < ρίζα κοινή με το ἐλίσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀλινδέω και ἀλινδῶ (συνηρημένο), (το ἀλίνδομαι μεταγενέστερος τύπος)

  1. κυλιέμαι στο χώμα, (για τα άλογα, που κυλιούνται κάτω αλλά και για ανθρώπους), ανατρέπομαι
    • καὶ γενομένων ἄνω τῶν κάτω, πάλιν ὁ ἵππος τρέχων ἀλλ᾽ ἀλινδούμενος ἐφαίνετο. : και όταν η εικόνα αναστράφηκε, το άλογο δεν φαινόταν πια να καλπάζει, αλλά να κυλιέται στο χώμα
  2. (μεταφορικά) κυλιέμαι ανυπόληπτα, έρπω, σέρνομαι, τριγυρίζω εκεί που δεν πρέπει, περιπλανιέμαι άσκοπα
    • ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς
    • ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν᾽ ἀλινδόμενος

Συγγενικά[επεξεργασία]