ἀλιόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀλιόω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀλιόω - ἀλιῶ (συνηρημένο)

  1. αποβαίνω άκαρπος, απογοητεύω, ματαιώνω
  2. καταστρέφω
    ※  5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 258-260
    κοὐχ ἡλίωσε τοὔπος, ἀλλ᾽ ὅθ᾽ ἁγνὸς ἦν, | στρατὸν λαβὼν ἐπακτὸν ἔρχεται πόλιν | τὴν Εὐρυτείαν.
    Και δεν πήρε τον όρκο του στο βρόντο, μα μόλις καθαρίστηκε,| μαζεύει ξένο στρατό κι έρχεται καταπάνω στην πόλη | του Εύρυτου.
    Μετάφραση (2015): Ιωάννης Γρυπάρης @greek-language.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]