ἀλλοδοξέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀλλοδοξέω < παρασύνθετος από το αλλόδοξος (άλλος +δόξα) + jω
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀλλοδοξέω και ἀλλοδοξῶ (δόκιμο στον ενεστώτα)
- πλανώμαι
- ἀρέσκει δέ, ὡς φῄς, τὸ τὰ ψευδῆ δοξάζειν ἀλλοδοξεῖν εἶναι; παραδέχεσαι λοιπόν, όπως είπες, ότι το να πρεσβεύεις ένα ψεύδος είναι σαν να πλανάσαι;(Πλάτων, Θεαίτητος, 189)