ἀλλοιόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἀλλοιόω | ἀλλοιοῦμαι |
Παρατατικός | ἠλλοίουν | ἠλλοιούμην |
Μέλλοντας | ἀλλοιώσω | ἀλλοιώσομαι και ἀλλοιωθήσομαι |
Αόριστος | ἠλλοίωσα | ἠλλοίωμαι |
Παρακείμενος | ἠλλοιώμην | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀλλοιόω και συνηρημένο ἀλλοιῶ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- ἀλλοῖον τινα ποιῶ
- ἀλλοῖος εἰμί