ἀλλοτριονομέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀλλοτριονομέω
- αποδέχομαι ξένους νόμους, συνήθειες, έθιμα
- κατατάσσω σε θέση μη κανονική
ἀλλοτριονομέω