ἀλφιτοσιτέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀλφιτοσιτέω < ἄλφιτον + σιτέω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀλφιτοσιτέω

  1. τρώω ψωμί από κριθάρι
  2. τρώω φαγητό παρασκευασμένο με βάση το κριθάλευρο, βασικό είδος διατροφής για εμένα είναι ο βρασμένος χυλός κριθαριού
    καὶ γὰρ ὅστις ἀλφιτοσιτεῖ, ὕδατι μεμαγμένην ἀεὶ τὴν μᾶζαν ἐσθίει, καὶ ὅστις ἀρτοσιτεῖ, ὕδατι δεδευμένον τὸν ἄρτον (Ξενοφών, Κύρου Παιδεία ΣΤ΄, 2)

Συγγενικά[επεξεργασία]