ἀλύτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀλήτης, αλήτης, ἀλείτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀλῠτα-
ονομαστική ἀλύτης οἱ ἀλύται
      γενική τοῦ ἀλύτου τῶν ἀλυτῶν
      δοτική τῷ ἀλύτ τοῖς ἀλύταις
    αιτιατική τὸν ἀλύτην τοὺς ἀλύτᾱς
     κλητική ! ἀλύτ ἀλύται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλύτ
γεν-δοτ τοῖν  ἀλύταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀλύτης < ἀλύω (είμαι εκτός εαυτού) (Ο Μπαμπινιώτης[1] πιθανολογεί < *Fαλύτας (ραβδοφόρος)· συγκρίνετε με τη γοτθική waIus (ράβδος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀλύτης αρσενικό

  • μέλος του σώματος ραβδοφόρων και μαστιγοφόρων με αστυνομικά καθήκοντα, εκτελεστικό όργανο των ελλανοδικών, που επέβλεπε και επέβαλε την τάξη κατά τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Επικεφαλής τους ήταν ο ἀλυτάρχης
    ※  Ἀλυτάρχης: ῾Ο τῆς ἐν τῷ ᾿Ολυμπιακῷ ἀγῶνι εὐκοσμίας ἄρχων. ᾿Ηλεῖοι γὰρ τοὺς ῥαβδοφόρους ἢ μαστιγοφόρους παρὰ τοῖς ἄλλοις καλουμένους ἀλύτας καλοῦσι, καὶ τὸν τούτων ἄρχοντα ἀλυτάρχην. ῞Ηδυλος δὲ εἰς τὰ ἐπιγράμματα Καλλιμάχου διὰ δύο λάμβδα ὀνομάζει τοὺς ἀλύτας ἀλλύτας. (Μέγα Ετυμολογικόν, 72, 15)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)