ἀμάρακον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰμᾱρᾰκο-
ονομαστική τὸ ἀμάρακον τὰ ἀμάρακ
      γενική τοῦ ἀμαράκου τῶν ἀμαράκων
      δοτική τῷ ἀμαράκ τοῖς ἀμαράκοις
    αιτιατική τὸ ἀμάρακον τὰ ἀμάρακ
     κλητική ! ἀμάρακον ἀμάρακ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμαράκω
γεν-δοτ τοῖν  ἀμαράκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμάρακον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀμάρακον (ᾰμᾰρᾰκον) ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]