ἀμβλυντικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αμβλυντικός

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀμβλυντικός ἀμβλυντική τὸ ἀμβλυντικόν
      γενική τοῦ ἀμβλυντικοῦ τῆς ἀμβλυντικῆς τοῦ ἀμβλυντικοῦ
      δοτική τῷ ἀμβλυντικ τῇ ἀμβλυντικ τῷ ἀμβλυντικ
    αιτιατική τὸν ἀμβλυντικόν τὴν ἀμβλυντικήν τὸ ἀμβλυντικόν
     κλητική ! ἀμβλυντικέ ἀμβλυντική ἀμβλυντικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀμβλυντικοί αἱ ἀμβλυντικαί τὰ ἀμβλυντικᾰ́
      γενική τῶν ἀμβλυντικῶν τῶν ἀμβλυντικῶν τῶν ἀμβλυντικῶν
      δοτική τοῖς ἀμβλυντικοῖς ταῖς ἀμβλυντικαῖς τοῖς ἀμβλυντικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀμβλυντικούς τὰς ἀμβλυντικᾱ́ς τὰ ἀμβλυντικᾰ́
     κλητική ! ἀμβλυντικοί ἀμβλυντικαί ἀμβλυντικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμβλυντικώ τὼ ἀμβλυντικᾱ́ τὼ ἀμβλυντικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀμβλυντικοῖν τοῖν ἀμβλυντικαῖν τοῖν ἀμβλυντικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμβλυντικός < ἀμβλύνω < ἀμβλύς

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀμβλυντικός, -ή, -όν