Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀμελκτήρ

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμελκτήρ οἱ ἀμελκτῆρες
      γενική τοῦ ἀμελκτῆρος τῶν ἀμελκτήρων
      δοτική τῷ ἀμελκτῆρ τοῖς ἀμελκτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀμελκτῆρ τοὺς ἀμελκτῆρᾰς
     κλητική ! ἀμελκτήρ ἀμελκτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμελκτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  ἀμελκτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀμελκτήρ (ελληνιστική κοινή) < ἀμέλγω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀμελκτήρ, -ῆρος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)