Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀμεταδοσία

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αμεταδοσία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμεταδοσί αἱ ἀμεταδοσίαι
      γενική τῆς ἀμεταδοσίᾱς τῶν ἀμεταδοσιῶν
      δοτική τῇ ἀμεταδοσί ταῖς ἀμεταδοσίαις
    αιτιατική τὴν ἀμεταδοσίᾱν τὰς ἀμεταδοσίᾱς
     κλητική ! ἀμεταδοσί ἀμεταδοσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμεταδοσί
γεν-δοτ τοῖν  ἀμεταδοσίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀμεταδοσία < αρχαία ελληνική μεταδίδωμι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀμεταδοσία θηλυκό