ἀμηχανέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμηχανέω < ἀμήχανος

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀμηχανέω και συνηρημένο ἀμηχανῶ

  1. στερούμαι (συνήθως με γενική)
  2. δεν ξέρω τι να κάνω σχετικά με κάτι, ταλαντεύομαι είμαι σε αμηχανία (συνήθως με απαρέμφατο ή εμπρόθετο π.χ. περί τινος ή με πλάγια ερώτηση)

Συγγενικά[επεξεργασία]