ἀμηχανέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀμηχανέω < ἀμήχανος
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀμηχανέω και συνηρημένο ἀμηχανῶ
- στερούμαι (συνήθως με γενική)
- δεν ξέρω τι να κάνω σχετικά με κάτι, ταλαντεύομαι είμαι σε αμηχανία (συνήθως με απαρέμφατο ή εμπρόθετο π.χ. περί τινος ή με πλάγια ερώτηση)