Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀμνησικακία

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αμνησικακία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμνησικακί αἱ ἀμνησικακίαι
      γενική τῆς ἀμνησικακίᾱς τῶν ἀμνησικακιῶν
      δοτική τῇ ἀμνησικακί ταῖς ἀμνησικακίαις
    αιτιατική τὴν ἀμνησικακίᾱν τὰς ἀμνησικακίᾱς
     κλητική ! ἀμνησικακί ἀμνησικακίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμνησικακί
γεν-δοτ τοῖν  ἀμνησικακίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀμνησικακία (ελληνιστική κοινή) < ἀμνησίκακος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀμνησικακία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]