ἀμνός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀμνός | οἱ | ἀμνοί |
γενική | τοῦ | ἀμνοῦ | τῶν | ἀμνῶν |
δοτική | τῷ | ἀμνῷ | τοῖς | ἀμνοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀμνόν | τοὺς | ἀμνούς |
κλητική ὦ! | ἀμνέ | ἀμνοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμνώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμνοῖν | ||
ενικός: γενική & ἀρνός, δοτική & ἀρνί, αιτιατική & ἄρνᾰ. πληθυντικός: ονομαστική & ἄρνες, γενική & ἀρνῶν, δοτική & ἀρνάσι & ἄρνεσσι, αιτιατική & ἄρνᾰς, κλητική & ἄρνες | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀμνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂egʷʰno-. Συγγενές με το (λατινικά) agnus.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀμνός αρσενικό ή θηλυκό
- αμνός
- ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ: (μεταφορικά) ο Χριστός
- Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. (Ευαγγέλιο Κατά Ιωάννην, α29)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)