ἀμοιρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμοιρέω < ἄμοιρος

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀμοιρέω και συνηρημένο ἀμοιρῶ

  1. δεν έχω μερίδιο, κληρονομιά, μερτικό
  2. μεταγενέστερη έννοια: δεν αναμιγνύομαι, είμαι αμέτοχος

Συγγενικά[επεξεργασία]