ἀμουρούζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμουρούζα θηλυκό < (άμεσο δάνειο) παλαιά οξιτανική amourousa (ερωτευμένη). Δείτε και το αρσενικό ἀμορόζος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀμουρούζα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

νέα ελληνικά, διαλεκτικά:

Πηγές[επεξεργασία]