ἀμπελοκτήμων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμπελοκτήμων οἱ ἀμπελοκτήμονες
      γενική τοῦ ἀμπελοκτήμονος τῶν ἀμπελοκτημόνων
      δοτική τῷ ἀμπελοκτήμονι τοῖς ἀμπελοκτήμοσι(ν)
    αιτιατική τὸν ἀμπελοκτήμονα τοὺς ἀμπελοκτήμονας
     κλητική ! ἀμπελοκτῆμον ἀμπελοκτήμονες
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμπελοκτήμων < ἄμπελος + -κτήμων

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /am.be.loˈkti.mon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ἀ‐μπε‐λο‐κτή‐μων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀμπελοκτήμων αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]